- σκηνίδεσμος
- ο, Νβοτ. γένος αποικιακών χλωροφυκών, οι αποικίες τού οποίου αποτελούνται από 4, 8 ή 16 κύτταρα που διατάσσονται σε μία σειρά και τού οποίου τα είδη αποτελούν συστατικό τού πλαγκτού τών γλυκών νερών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.